- σαμποτάρισμα
- τό1) саботирование; 2) совершение диверсии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαμποτάρισμα — το, Ν [σαμποτάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμποτάρω, το σαμποτάζ … Dictionary of Greek
σαμποτάρισμα — το, ατος 1. δολιοφθορά. 2. κωλυσιεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)